- μυλεύς
- μῠλ-εύς, έως, ὁ, epith. of Zeus,A guardian of mills, Lyc.435.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλεύς — μυλεύς, έως, ὁ (Α) (επίθ. για τον Δία) ο προστάτης τών μύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. εύς (πρβλ. νομ εύς)] … Dictionary of Greek
μυλεύς — guardian of mills masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek